ἱππεύοντας

ἱππεύοντας
ἱππεύω
to be a horseman
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε …   Dictionary of Greek

  • Διοσκούρεια — Γιορτή των Διόσκουρων, που τελούσαν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ιδίως στη Σπάρτη και στην Κυρήνη. Στην Αθήνα, η γιορτή ονομαζόταν Ανάκεια (γιατί οι Διόσκουροι ονομάζονταν και Άνακες) και στη διάρκειά της έστρωναν τραπέζι με τυρί, γλυκίσματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”